- σκουπιδιάρικος
- -η, -ο, Ν [σκουπιδιάρης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκουπιδιάρη ή στα σκουπίδια2. το ουδ. ως ουσ. το σκουπιδιάρικοόχημα αποκομιδής τών απορριμμάτων από τους δρόμους, το απορριμματοφόρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκουπιδιάρικος — η, ο αυτός που αναφέρεται στο σκουπιδιάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)